Χρήστος Επαμ. Κυργιάκης
Εκείνο το πρωινό δεν έμοιαζε σε τίποτα με τα προηγούμενα εκτός από την ένδειξη του ρολογιού τη στιγμή που άνοιγε την πόρτα για να βγει από το σπίτι.
Είπε σε όλους «καλημέρα», έκλεισε την πόρτα πίσω του καθώς έφευγε και πήγε προς τη στάση του λεωφορείου.
Ο αέρας λυσσομανούσε, επίτηδες θαρρείς, για να του επισημάνει πως η σημερινή μέρα δεν θα είναι όπως οι προηγούμενες.
Περίμενε το λεωφορείο της γραμμής το οποίο έφτασε στην ώρα του, χαιρέτισε τον οδηγό μπαίνοντας και κάθισε στο τελευταίο κάθισμα δίπλα στο παράθυρο για να μπορεί να πετάει έξω το απλανές βλέμμα του.
Κόσμος μπαινόβγαινε στο λεωφορείο καθώς για να κυλήσουν οι δουλειές και οι τροχοί χρειάζονται άνθρωποι, χέρια, νους και κυρίως ουσία, μεδούλι δηλαδή κανονικό.
Κανένας τους δεν μιλούσε, κανένας δεν κοίταζε γύρω του. Ούτε ένα χαμόγελο δεν έβλεπες σε κείνο το λεωφορείο. Τι στα κομμάτια; Λες και θα πλήρωνε φόρο όποιος χαμογελούσε. Αλλά πάλι, χαμογελάς έτσι χωρίς λόγο; Για να σπάσει έστω και λίγο το χείλι του ανθρώπου χρειάζεται μια ευχάριστη ανάμνηση, μια χαρούμενη σκέψη, μια όμορφη προσμονή. Όταν τίποτε από αυτά δεν υπάρχει τότε το χαμόγελο παραπέμπει σε ψυχική διαταραχή λένε οι ειδικοί.
Κατέβηκε στην επόμενη στάση και προχώρησε προς το κτήριο που βρισκόταν ακριβώς από πίσω. Πέρασε τη μεγάλη γυάλινη είσοδο του κτηρίου και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ, όπως κάθε μέρα εδώ και 20 περίπου χρόνια, μόνο που για πρώτη φορά, τα πόδια του δεν υπάκουαν. Στάθηκε καρφωμένος στο ίδιο σημείο για μερικά δευτερόλεπτα μέχρι που η φωνή του άντρα της ασφάλειας του κτηρίου τον επανάφερε στα συγκαλά του.
Συνέχισε τη γνώριμη διαδρομή προς τον τρίτο όροφο του κτηρίου και έφτασε έξω από το γραφείο της διεύθυνσης της εταιρείας. Σκέφτηκε προς στιγμήν πως έκανε λάθος που δεν είπε τίποτα στη γυναίκα του και τα παιδιά του, αλλά γρήγορα κατέληξε πως αυτή ήταν η σωστή επιλογή. Κάτι άλλο περισσότερα προβλήματα θα δημιουργούσε παρά θα έλυνε.
Ο διευθυντής τον περίμενε με τα απαιτούμενα χαρτιά πάνω στο γραφείο του έτοιμα για υπογραφή. Ο δικηγόρος της εταιρείας, παρών κι αυτός, αποτελούσε την απαραίτητη ανθρώπινη προσθήκη στο ντεκόρ της απόλυσης που είχε αποφασιστεί.
«Λυπούμαστε κύριε Χ. Πραγματικά λυπούμαστε μα δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς», του είπε με φονικό χαμόγελο ο δικηγόρος.
«Η εταιρεία θα προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του προσωπικού και των μισθολογικών εξόδων με σκοπό να καταστεί βιώσιμη και ανταγωνιστική. Θα γίνουν περικοπές της τάξης του 50% για να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία της και να μην κλείσει τελείως. Σε μια τέτοια περίπτωση θα έχαναν όλοι τη δουλειά τους. Φαντάζομαι πως δεν θα θέλατε κάτι τέτοιο για τους συναδέλφους σας; Έχουν οικογένειες, παιδιά υποχρεώσεις. Έτσι δεν είναι κύριε Χ;», συνέχισε ο διευθυντής παίρνοντας τη σκυτάλη από τον δικηγόρο.
Ο κύριος Χ δεν απάντησε παρά κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω, δίνοντας στους άλλους να καταλάβουν πως πρέπει να κάνουν γρήγορα για να τελειώνουν.
«Σχετικά με την αποζημείωσή σας, νομίζω δεν θα είχατε αντίρρηση να σας χορηγηθεί, με βάση τις κείμενες νομοθεσίες φυσικά, σε 20 ισόποσες δόσεις; Ξέρετε, η εταιρεία δεν διαθέτει τη ρευστότητα που απαιτείται για να σας καταβληθεί η αποζημίωση εφάπαξ. Το καταλαβαίνετε, έτσι δεν είναι κύριε Χ;», ξαναπήρε το λόγο ο δικηγόρος.
Ο κύριος Χ, ξανακούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι, πήρε το χαρτί της αποζημίωσης στα χέρια και διαβάζοντάς το του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν από τα νεύρα. Το ποσό της αποζημίωσης που αναγραφόταν ήταν πολύ μικρότερο από αυτό που εκείνος είχε κατά νου.
«Μα…», προσπάθησε να ψελλίσει μια φράση αλλά ο δικηγόρος τον έκοψε.
«Είπαμε κύριε Χ. Όλα έγιναν σύμφωνα με τις κείμενες νομοθεσίες. Έχουν αλλάξει λίγο τα πράγματα, μην το ψάχνετε τώρα κι εσείς. Τι στο καλό, θα σας κοροϊδεύαμε ποτέ; Τόσα χρόνια συνεργάτης της εταιρείας;»
Μάζεψε ο κύριος Χ όλα τα χαρτιά που τον αφορούσαν, και με δυσκολία βάδισε προς την έξοδο. Μόλις που άκουσε πίσω του μια φωνή να του εύχεται «καλό κουράγιο». Χαμογέλασε με πίκρα χωρίς να μπορεί να προφέρει ούτε μία λέξη και σε λίγο βρέθηκε πάλι στη στάση να περιμένει το λεωφορείο της επιστροφής.
Άνοιξε την τσάντα του, έβγαλε ένα λευκό χαρτί και ένα στυλό και άρχισε να γράφει κάτι που το είχε διαβάσει πρόσφατα, αλλά δεν θυμόταν πού ακριβώς.
«Σήμερα, αποφασίζω να ξεκινήσω αγώνα ανυποχώρητο, μαζί με όλους όσους βρίσκονται στην ίδια μοίρα με μένα. Δεν ξέρω πόσοι θα ακολουθήσουν, πάντως εγώ το πήρα απόφαση. Έτσι δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω. Ντρέπομαι τον εαυτό μου, ντρέπομαι τα παιδιά μου. Για 20 χρόνια έκανα υπομονή και ανέχτηκα πολλά. Δεν μπορώ να ανεχτώ να μου κλέψουν όσα έφτιαξα όλα αυτά τα 20 χρόνια. Όποιος θέλει ας με ακολουθήσει».
Αφού διάβασε και ξαναδιάβασε τα όσα έγραψε, άφησε το χαρτί στο παγκάκι της στάσης, έκλεισε την τσάντα του και μπήκε στο λεωφορείο της επιστροφής.
Μετά από λίγα λεπτά της ώρας, το χαρτί βρισκόταν στα χέρια του δικηγόρου της εταιρείας, ο οποίος ακολούθησε τον κύριο Χ αφού συζήτησε για λίγη ώρα με το διευθυντή της εταιρείας.
Ο δικηγόρος δίπλωσε το χαρτί, το έβαλε στην τσέπη του και στη συνέχεια άνοιξε το χαρτοφύλακά του. Έβγαλα από μέσα τα έγγραφα που του είχε δώσει πριν από λίγο ο διευθυντής.
Ήταν τα έγγραφα της δικής του απόλυσης καθώς θα έπρεπε και ο ίδιος, για να μην απολυθούν όλοι, να θυσιαστεί όπως ακριβώς ο κύριος Χ.
Για πρώτη φορά ένιωσε πραγματικά τα συναισθήματα που προκαλούσε ο ίδιος στους απολυμένους, όταν τους εξηγούσε τους λόγους της απόλυσης.
Ξεδίπλωσε πάλι το χαρτί που είχε αφήσει ο κύριος Χ και έκανε μια προσπάθεια να προσθέσει σ’ αυτό κάποιες προτάσεις.
Κανένας δεν έμαθε τι απέγιναν ο κύριος Χ και ο δικηγόρος της εταιρείας, αν και δεν είναι δύσκολο να το φανταστούμε. Μια προσεκτική ματιά μόνο να ρίξουμε γύρω μας και ίσως κάπου να τους διακρίνουμε. Ίσως τον κύριο Χ, ίσως τον δικηγόρο, ίσως τον εαυτό μας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου