Tου Γιώργου Ρούση*
Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί δυστυχώς μια δεξιόστροφη πορεία, η οποία γίνεται όλο και σαφέστερη όσο εκτιμά ότι πλησιάζει προς την κυβερνητική εξουσία. Και αν φέρεται έτσι ως αντιπολίτευση, είναι λίαν πιθανό όταν πια το δάκτυλο θα είναι μέσα στο βάζο με το μέλι της εξουσίας, να οδηγηθεί ακόμη δεξιότερα.
Έτσι είναι λογικό και τα επιχειρήματα που άμεσα ή έμμεσα προβάλλει για την υπερψήφισή του να εμποτίζονται από μια μάλλον επιφανειακή αστική λογική.
Πρώτο από αυτά είναι ότι μετά τις εκλογές της 6ης του Μάη, ο λαός ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ σε ηγεμονεύουσα δύναμη της Αριστεράς και συνεπώς αυτή είναι που εκ των πραγμάτων θα δώσει τη μάχη με το μαύρο μέτωπο.
Θυμίζω –δίχως προφανώς αυτό να υποδηλώνει την όποια αναλογία– ότι το 1932 ο γερμανικός λαός ανέδειξε στις εκλογές ως πρώτο κόμμα το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ. Θυμίζω επίσης ότι μετά τον Μάη του 1968, ο γαλλικός λαός έδωσε μια άνετη πλειοψηφία στον Ντε Γκολ και είναι άπειρα τα παραδείγματα τόσο από τη διεθνή, όσο και από την ελληνική εμπειρία, που αποδεικνύουν ότι, όπως επισημαίνει ο Ρουσό, η βούληση της πλειοψηφίας, είναι διαφορετική από τη γενική βούληση, δηλαδή από τη βούληση που θα εξέφραζε η πλειοψηφία αν ήταν πραγματικά ελεύθερη και όχι αλλοτριωμένη.
Συνεπώς το γεγονός ότι αναδείχτηκε μέσα από μια αντιφατική ψήφο, ως ηγεμονεύουσα δύναμη της Αριστεράς ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν σημαίνει παρά το ότι η δοσμένη λαϊκή συνειδητότητα βρήκε σε αυτόν, και πιο συγκεκριμένα στην πρότασή του για εδώ και τώρα αριστερή αντιμνημονιακή κυβέρνηση υπό την ηγεμονία του, την ελπίδα που αγωνιωδώς αναζητούσε. Το αν όμως η ελπίδα αυτή είναι ή όχι βάσιμη, σε καμιά περίπτωση δεν αποδεικνύεται από την υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ. Μια τέτοια αποδοχή θα σήμαινε κατά βάθος είτε την αποδοχή του ότι ο καπιταλισμός διαπλάθει πραγματικά ελεύθερες και όχι αλλοτριωμένες προσωπικότητες, είτε του ότι η αστική ιδεολογία έχει ήδη χάσει την κυρίαρχη θέση της, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει ακόμη.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι σε τούτες τις εκλογές το δίλημμα είναι ΣΥΡΙΖΑ ή μαύρο μέτωπο υπό την ΝΔ. Πράγματι εκλογικά τίθεται αυτό το δίλημμα. Και πράγματι είναι εγκληματικό να ταυτίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ και ακόμη είναι λάθος να θεωρείται ότι αυτός αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με όλες τις αντιφάσεις και παρά τη δεξιόστροφή στροφή δυστυχώς όλων πια των συνιστωσών του, είναι μια αριστερή δύναμη που συγκριτικά με τη ΝΔ είναι σαφώς πιο προοδευτική.
Αυτή όμως η λογική, που κατά βάση είναι εκείνη του «μη χείρον βέλτιστο», δεν αρκεί για να επιλέξει κάποιος συνειδητοποιημένος ψηφοφόρος τι θα ψηφίσει, παρά μόνον αν αποδεχτούμε ότι με τις εκλογές και μόνον, μπορεί να λυθεί το όποιο λαϊκό πρόβλημα ή ακόμη ότι η συμμετοχή της Αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία την επηρεάζει ντε φάκτο προς προοδευτική κατεύθυνση.
Πέρα από την τραγική παράδοση του δίχως αρχές ευρωκομμουνιστικού κυβερνητισμού, ας αναλογιστούμε και την επόμενη μέρα των εκλογών. Αν βγει πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ, για να σχηματίσει κυβέρνηση, θα πρέπει να συνεργαστεί και με δυνάμεις των οποίων τα προεκλογικά κιόλας προγράμματα είναι ακόμη πιο δεξιά από το άρδην μεταλλαχθέν δικό του.
Σε αυτή λοιπόν τη βάση, ακόμη και αν δεχτούμε ότι δεν θα υπάρξουν, από κυβερνητική πια θέση και άλλες οπισθοχωρήσεις, είναι βέβαιο όπως μέχρι πρότινος και τα ίδια τα πιο αριστερά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υποστήριζαν, ότι είναι αδύνατον να βγούμε από το αδιέξοδο. Συνεπώς, εκείνο που θα πρέπει να συνυπολογίσουμε δεν είναι μόνον η έκβαση του εκλογικού ντέρμπι, αλλά ακόμη και τις αρνητικές συνέπειες της διάψευσης των ελπίδων ενός κόσμου, που θα έχει επενδύσει στον ΣΥΡΙΖΑ.
Επιχείρημα τρίτο. Μα αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε γιατί τέτοιο μένος εναντίον στον ΣΥΡΙΖΑ από τους ξένους δυνάστες μας; Παρόλο που αυτοί με την απροκάλυπτη επέμβασή τους στα εσωτερικά μας, άθελά τους ενισχύουν τον ΣΥΡΙΖΑ διεγείροντας τον πατριωτισμό των Ελλήνων, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι με αυτό τους το μένος πιέζουν και τον ίδιο. Και δυστυχώς αυτή τους η πίεση φαίνεται να αποδίδει.
Κατά δεύτερο πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι αν η κατάσταση δεν ήταν τόσο πιεστική για τους ίδιους, και η έκταση της παγκόσμιας κρίσης δεν εμπεριείχε άμεσα σοβαρούς κινδύνους μη ελέγξιμης εξέλιξής της, τότε δεν αποκλείεται καθόλου να προωθούσαν το σενάριο μιας αριστερίζουσας κυβέρνησης με ευρύτερη κοινωνική αποδοχή, παρά εκείνο μιας έστω βραχύβιας δεξιάς κυβέρνησης με πολύ μικρότερη κοινωνική ανοχή.
Όσοι λοιπόν δεν μασάμε, όσοι επιμένουμε να μην αποδεχόμαστε ως εφικτό εκείνο που οι οχτροί μας, πλασάρουν ως τέτοιο, όσοι είμαστε πεπεισμένοι ότι «οι ήττες [μας] περιμένουν μια νίκη» (Νάντια Γαβαλά, Τριανταοκτώ τριαντάφυλλα, Δωδώνη, 2009) ας διατηρήσουμε αναμμένη την πολύτιμη σπίθα αυτής της νίκης, που είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
* Η κατά το ΚΚΕ,
13η συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου